στοιχειακός

στοιχειακός
-ή, -ό / στοιχειακός, -ή, -όν, ΝΜΑ [στοιχείο(ν)]
αυτός που αναφέρεται στα στοιχεία, δηλαδή στις πρώτες αρχές από τις οποίες αποτελείται ένα πράγμα (α. «στοιχειακό αίτιο» β. «στοιχειακὸς ὄλεθρος», Ευστ.)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα στοιχεία τής χημείας
2. το ουδ. ως ουσ. το στοιχειακό
α) το στοιχειό («το στοιχειακό τού σπιτιού»)
β) (κατά τους θεοσοφιστές) ον με αστρικό σώμα, το οποίο είναι δυνατό να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους με τη βοήθεια ενός ενδιαμέσου, ενός μέντιουμ
3. φρ. α) «στοιχειακή ανάλυση»
(στην αναλυτική χημεία) ανάλυση μιας καθαρής ουσίας με σκοπό τον ποιοτικό ή τον ποσοτικό προσδιορισμό τών στοιχείων από τα οποία αποτελείται
β) «στοιχειακή (κοσμο)θεωρία» — υλιστική θεωρία που δέχεται πως η ζωή είναι αποτέλεσμα τής με διαδοχική εναλλαγή σύνθεσης τών χημικών στοιχείων
νεοελλ.-μσν.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στοιχειό, δηλαδή στην κατά την λαϊκή πρόληψη αόρατη ύπαρξη που διαμένει σε πηγές, σε σπήλαια, λίμνες, ποτάμια και η οποία είναι συνήθως κακοποιός («στοιχειακή βρύση»)
2. γραμμ. αυτός που έχει τοποθετηθεί κατά αλφαβητική σειρά
νεοελλ.-αρχ.
φρ. «στοιχειακές θεωρίες» — θεωρίες που υποστηρίχθηκαν από αρχαίους φιλοσόφους, όπως λ.χ. από τον Θαλή και τον Εμπεδοκλή, και οι οποίες δέχονταν ότι ο κόσμος αποτελείται από τέσσερα ή πέντε στοιχεία.
επίρρ...
στοιχειακώς / στοιχειακῶς ΝΜ και στοιχειακά Ν
γραμμ. κατά στοιχείο, κατά αλφαβητική σειρά
νεοελλ.
κατά τον τρόπο ενέργειας ή επέμβασης τού στοιχειού
μσν.
κατά τα πρώτα στοιχεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στοιχειακός — connected with the elements masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιχειακός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στα στοιχεία από τα οποία αποτελείται κάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στοιχειακῶν — στοιχειακός connected with the elements fem gen pl στοιχειακός connected with the elements masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιχειακόν — στοιχειακός connected with the elements masc acc sg στοιχειακός connected with the elements neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιχειακαί — στοιχειακός connected with the elements fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιχειακοῖς — στοιχειακός connected with the elements masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιχειακοῦ — στοιχειακός connected with the elements masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιχειακῆς — στοιχειακός connected with the elements fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιχειακῇ — στοιχειακός connected with the elements fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιχειακή — στοιχειακός connected with the elements fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”